- περίεχον
- περΐεχον , περιέχωencompassimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)περΐεχον , περιέχωencompassimperf ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιέχον — περϊέχον , περιέχω encompass pres part act masc voc sg περϊέχον , περιέχω encompass pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέχω — ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Α περιλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ … Dictionary of Greek
FLORILEGIUM — Graece Α᾿νθολόγιον, nomen libri apud Graecos Ecclesiasticis qui primo sui ortu tenuis, nec magnae aestimationis, subinde notus accessionibus auctus, tandem in immensum excrevit. Titulus est, Α᾿νθολόγιον τοῦ ὅλου ενναυτοῦ, περιέχον τινας καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
STOBAEUS Johannes — antiquus auctor, scripsit saeculi 4. ann. 5. sententias ex Graecorum thesautis delectas, item Eclogarum libros 2. quorum prior Physicas, posterior Ethicas complectitur. Ex veteribus autem neminem invenio, qui Stobaei mentionem, fecerit nisi quôd… … Hofmann J. Lexicon universale
προδίδωμι — ΜΑ 1. (κυρίως για χρήματα) δίνω εκ τών προτέρων, προπληρώνω («προδίδου τῶν χρημάτων εἰς τὸ μηδὲν ἐλλείπειν», Ξεν.) 2. απονέμω, παρέχω προηγουμένως («τῶν προδεδομένων τιμῶν», επιγρ.) 3. παραδίδω κάτι σε κάποιον προηγουμένως («τῶ ἐστιάτορι...… … Dictionary of Greek
συννέφω — και αττ. τ. ξυννέφω Α 1. συγκεντρώνω νέφη, καλύπτω με σκοτεινιά (α. «τοῑς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῑσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», Πλούτ. β. «Ζεὺς ξυννέφει», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συννέφει ο καιρός γίνεται νεφελώδης, έχει συννεφιά… … Dictionary of Greek
Αχέλης, Αντώνιος — (16ος αι.). Ποιητής από το Ρέθυμνο της Κρήτης. Έγραψε το ποίημα Bιβλίον συν Θεώ περιέχον της Μάλτας πολιορκίαν, στο οποίο περιγράφει την πολιορκία της Μάλτας από τους Τούρκους και την άμυνα των Ιπποτών το 1565. Το έργο αυτό έχει μόνο… … Dictionary of Greek
Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος ο Μοσχοπολίτης — (18ος αι.). Λόγιος κληρικός από τη Μοσχόπολη. Διετέλεσε δάσκαλος στην πατρίδα του και το 1753 φοίτησε στην Αθωνιάδα σχολή, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας από τον Ευγένιο Βούλγαρι. Αργότερα διδάχτηκε τη λατινική γλώσσα στην Ουγγαρία και… … Dictionary of Greek
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek